- δυσπλασία
- çarpıklık, biçimsizlik
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
δυσπλασία — Ανώμαλη ανάπτυξη κυττάρων, τα χαρακτηριστικά των οποίων έχουν πολλά κοινά με τα καρκινικά (και γι’ αυτό θεωρούνται προκαρκινικά). Ωστόσο, σε αντίθεση με τα καρκινικά, τα κύτταρα αυτά μπορεί να υποστρέψουν στο φυσιολογικό, όταν η βλάβη είναι… … Dictionary of Greek
Carcinoma in situ — (CIS) is an early form of carcinoma defined by the absence of invasion of surrounding tissues. In other words, the neoplastic cells proliferate in their normal habitat, hence the name in situ (Latin for in its place ). For example, carcinoma in… … Wikipedia
Dysplasie — (aus altgriech. δυσ (dys) miss , un und πλάσσειν (plassein) formen, bilden , neugriechisch: δυσπλασία) bezeichnet in der Humanmedizin und Veterinärmedizin eine Fehlbildung. Bei der Betrachtung des feingeweblichen Aufbaus eines Organs versteht man … Deutsch Wikipedia
ακεφαλία — Εμβρυϊκή δυσπλασία που παρατηρείται σε δίδυμη ή πολύδυμη κύηση και χαρακτηρίζεται από μερική ή ολική έλλειψη κεφαλιών. Στα έμβρυα του είδους, όταν δεν αποβληθούν, είναι αναγκαία η χειρουργική επέμβαση. * * * Ιατρ. τερατογονία που συνίσταται σε… … Dictionary of Greek
ακεφαλιά — Εμβρυϊκή δυσπλασία που παρατηρείται σε δίδυμη ή πολύδυμη κύηση και χαρακτηρίζεται από μερική ή ολική έλλειψη κεφαλιών. Στα έμβρυα του είδους, όταν δεν αποβληθούν, είναι αναγκαία η χειρουργική επέμβαση. * * * η [ακέφαλος] 1. επιπολαιότητα, ανοησία … Dictionary of Greek
μικροδακτυλία — η ιατρ. συγγενής ανατομική δυσπλασία που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη αφύσικα μικρών δακτύλων σε ένα ή περισσότερα από τα άκρα και οφείλεται σε διακοπή τής ανάπτυξὴς τους κατά την ενδομήτρια ζωή ή σε συγγενή έλλειψη μερικών φαλάγγων τών δακτύλων … Dictionary of Greek
μικροδοντία — η ιατρ. συγγενής δυσπλασία που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη δοντιών αφύσικα μικρού μεγέθους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. microdont < micro (βλ. μικρ[ο] *) + dont (< ὀδούς)] … Dictionary of Greek
μικροκαρδία — η ιατρ. συγγενής δυσπλασία κατά την οποία η καρδιά έχει μέγεθος μικρότερο από το φυσιολογικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + καρδία. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
μικρομαστία — η ιατρ. δυσπλασία τών μαστών, κατά την οποία ο ένας ή και οι δύο μαστοί έχουν αφύσικα μικρό μέγεθος σε σχέση με τις διαστάσεις τού σώματος … Dictionary of Greek
μικρορρινία — η ιατρ. συγγενής δυσπλασία κατά την οποία η μύτη έχει υπερβολικά μικρό μέγεθος … Dictionary of Greek
μικροστομία — η ανατ. δυσπλασία που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη στόματος αφύσικα μικρού μεγέθους … Dictionary of Greek